γιαροσίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
γιαροσίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ένυδρο θειικό άλας του καλίου και του (τρισθενούς) σιδήρου (Χημικός τύπος: KFe3+3 (SO4)2(OH)6)