γλωσσίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλωσσίτσα | οι | γλωσσίτσες |
γενική | της | γλωσσίτσας | — | |
αιτιατική | τη | γλωσσίτσα | τις | γλωσσίτσες |
κλητική | γλωσσίτσα | γλωσσίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλωσσίτσα < γλώσσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλωσσίτσα θηλυκό
- (υποκοριστικό) η μικρή γλώσσα (σημασία: γλώσσα σε στόμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)