γονατογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γονατογραφία (νεολογισμός) < γόνατ(ο) + -ο- + -γραφία (< γράφω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γονατογραφία θηλυκό
- (ειρωνικό) γραμμένο στο γόνατο, προχειροδουλειά, δουλειά του ποδαριού
- ※ Φαίνεται, λοιπόν, πως στη Νεοελληνική Γραμματική θα προστεθεί προσεχώς και Τέταρτη Κλίση, που η παρουσία της άρχισε να γίνεται αισθητή, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στις έντυπες γονατογραφίες. (Σελίδες της Καθημερινής, Τεύχος 2 Οκτωβρίου 1988, σελ.43)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γονατογραφία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)