Μετάβαση στο περιεχόμενο

γραμμάριο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραμμάριο τα γραμμάρια
      γενική του γραμμαρίου
& γραμμάριου
των γραμμαρίων
    αιτιατική το γραμμάριο τα γραμμάρια
     κλητική γραμμάριο γραμμάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γραμμάριο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γραμμάριον < ελληνιστική κοινή γράμμα + -άριον < λατινική gramma, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gramme.[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γραμμάριο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]