γυψαδόρος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γυψαδόρ
ος
οι
γυψαδόρ
οι
γενική
του
γυψαδόρ
ου
των
γυψαδόρ
ων
αιτιατική
τον
γυψαδόρ
ο
τους
γυψαδόρ
ους
κλητική
γυψαδόρ
ε
γυψαδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
γυψαδόρος
<
γύψ(ος)
+
-αδόρος
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
γυψαδόρος
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
που ασχολείται με εφαρμογή
γύψινων
κατασκευών
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
γυψαδόρος
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -αδόρος (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες