δαίδαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δαίδαλος οι δαίδαλοι
      γενική του δαίδαλου
δαιδάλου
των δαίδαλων
δαιδάλων
    αιτιατική τον δαίδαλο τους δαίδαλους
δαιδάλους
     κλητική δαίδαλε δαίδαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαίδαλος < αρχαία ελληνική δαίδαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δαίδαλος αρσενικό

  1. που έχει περίπλοκο σχήμα και μοιάζει με λαβύρινθο
  2. (μεταφορικά) που είναι πολύπλοκος και δύσκολα μπορείς να βγάλεις άκρη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δαίδαλος < αβέβαιης ετυμολογίας

Επίθετο[επεξεργασία]

δαίδαλος

  1. που έχει πολλά σχέδια ή λεπτομέρειες και έχει δουλευτεί με επιδεξιότητα