δείδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δείδω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

δείδω

  1. (+ αιτιατική) φοβάμαι, τρέμω
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 3.26
    Προπίνω σοι, ὦ Σεύθη, καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι, ἐφ᾽ οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς αἱρήσεις καὶ ἀποχωρῶν οὐ μὴ δείσῃς τὸν πολέμιον.
    «Πίνω στην υγειά σου, Σεύθη, και σου χαρίζω τούτο το άλογο. Όταν είσαι καβάλα επάνω του, μπορείς να κυνηγάς και να πιάνεις όποιον θέλεις ή να φεύγεις από τη μάχη χωρίς να φοβάσαι τους εχθρούς».
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  2. (+ απαρέμφατο) φοβάμαι να κάνω κάτι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 7 (Η. Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία. Νεκρῶν ἀναίρεσις.), στίχ. 93 (92-93)
    Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ· | αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι, δεῖσαν δ᾽ ὑποδέχθαι·
    Αυτά ᾽πε και ως τον άκουσαν άφωνοι εμείναν όλοι· | να τ᾽ αρνηθούν εντρέποντο, να το δεχθούν ετρέμαν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. (+ πρόθεση) είμαι αναστατωμένος, ανήσυχος για κάτι
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 74.3
    ὑμεῖς μὲν γὰρ ἀπό τε οἰκουμένων τῶν πόλεων καὶ ἐπὶ τῷ τὸ λοιπὸν νέμεσθαι, ἐπειδὴ ἐδείσατε ὑπὲρ ὑμῶν καὶ οὐχ ἡμῶν τὸ πλέον, ἐβοηθήσατε (ὅτε γοῦν ἦμεν ἔτι σῶοι, οὐ παρεγένεσθε)·
    Γιατί σεις ήρθατε να πολεμήστε, αφήνοντας τις πολιτείες σας άθικτες, με σκοπό να τις εξασφαλίσετε για το μέλλον, και ήρθατε να μας βοηθήστε όταν φοβηθήκατε για τους εαυτούς σας και όχι για μας, γιατί όσο δεν είχαμε πάθει τίποτε, δεν κινηθήκατε.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  4. (με δευτερεύουσα πρόταση, που ξεκινά με το μή) φοβάμαι μήπως συμβεί κάτι κακό
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 34 (32-34)
    Ἀντίλοχος δ᾽ ἑτέρωθεν ὀδύρετο δάκρυα λείβων, | χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος· ὁ δ᾽ ἔστενε κυδάλιμον κῆρ· | δείδιε γὰρ μὴ λαιμὸν ἀπαμήσειε σιδήρῳ.
    ο Αντίλοχος κι εκείνος οδύρετο | τα χέρια κρατώντας του Αχιλλέως | φοβούμενος με σίδερο μη κόψει τον λαιμόν του.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 39 (39-41)
    δείδω μὴ οὔ τίς τοι ὑπόσχηται τόδε ἔργον, | ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν οἶος ἐπελθὼν | νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην· μάλα τις θρασυκάρδιος ἔσται.»
    Πολύ φοβούμαι μη κανείς δεν ευρεθεί να θέλει | μες στους εχθρούς κατάσκοπος νύκτα να υπάγει μόνος· | θα ᾽χει τωόντι ατρόμητην ψυχήν όποιος το κάμει».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 30 (29-30)
    νῦν δ᾽ ὅτε δὴ καὶ θυμὸν ἑταίρου χώεται αἰνῶς, | δείδω μὴ καὶ τεῖχος ὑπέρμορον ἐξαλαπάξῃ.»
    Και τώρα που του φίλου του τον αγριεύει ο φόνος, | φοβούμαι μη και πρόωρα το τείχος τους πατήσει».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]