δημοσιοσχεσίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοσιοσχεσίστας (νεολογισμός) < δημόσι(ος) + -ο- + σχέσ(η) + -ίστας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοσιοσχεσίστας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημοσιοσχεσίστας
|