διαβολόκαιρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβολόκαιρος αρσενικό
- πολύ κακός καιρός, κακοκαιρία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κακοκαιρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβολόκαιρος
|