διακενόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διακενόμετρο | τα | διακενόμετρα |
γενική | του | διακενόμετρου & διακενομέτρου |
των | διακενόμετρων & διακενομέτρων |
αιτιατική | το | διακενόμετρο | τα | διακενόμετρα |
κλητική | διακενόμετρο | διακενόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακενόμετρο ουδέτερο