διατρήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διατρήτρια θηλυκό
- (παρωχημένο, πληροφορική, επάγγελμα) θηλυκό του διατρητής: αυτή που χειρίζεται διατρητικό μηχάνημα
- ※ Θα μιλήσουμε για τη «διατρήτρια», τη γυναίκα-υπάλληλο που τρυπούσε τις κάρτες στο στάδιο της εισαγωγής δεδομένων και την οποία θα συναντήσουμε σε όλους σχεδόν τους προαναφερθέντες τομείς του δημοσίου, αλλά και ευρύτερα του τριτογενούς τομέα. (Πολυξένη Μαλισόβα, «Αυτές οι κάρτες δεν είναι νεκρές»: Περιπτώσεις από την ιστορία της εισαγωγής μηχανών διάτρητων καρτών στην Ελλάδα, Διπλ. Εργασία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα, 2018, σελ. 62 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)