δονκιχοτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δονκιχοτισμός < γαλλική donquichotisme < Don Quichotte < ισπανική don Quixote < Quixano
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δονκιχοτισμός αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Δον Κιχώτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δονκιχοτισμός
|