Μετάβαση στο περιεχόμενο

δουλοκτησία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουλοκτησία οι δουλοκτησίες
      γενική της δουλοκτησίας των δουλοκτησιών
    αιτιατική τη δουλοκτησία τις δουλοκτησίες
     κλητική δουλοκτησία δουλοκτησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δουλοκτησία, λόγια λέξη < δούλ(ος) + -ο- + -κτησία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δουλοκτησία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]