εθνομεθοδολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθνομεθοδολογία < έθνος + -ο- + μεθοδολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ethnomethodology)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθνομεθοδολογία θηλυκό
- (κοινωνιολογία) η μελέτη των μεθόδων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθνομεθοδολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)