ειδησεογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειδησεογραφία οι ειδησεογραφίες
      γενική της ειδησεογραφίας των ειδησεογραφιών
    αιτιατική την ειδησεογραφία τις ειδησεογραφίες
     κλητική ειδησεογραφία ειδησεογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ειδησεογραφία < εἴδησις + -γραφία ( < γράφω), λόγια νεότερη λέξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ειδησεογραφία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η δημοσιογραφική δραστηριότητα της σύνταξης και παρουσίασης των ειδήσεων
    ασχολείται επαγγελματικά με τη ειδησεογραφία από το 2002
  2. ένα σύνολο ειδήσεων, οι ειδήσεις της ημέρας
    από τη σημερινή οικονομική ειδησεογραφία ξεχωρίζει το νέο για τις αυξήσεις σε ποτά και τσιγάρα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]