εικονοσύμβολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εικονοσύμβολο | τα | εικονοσύμβολα |
γενική | του | εικονοσύμβολου & εικονοσυμβόλου |
των | εικονοσύμβολων & εικονοσυμβόλων |
αιτιατική | το | εικονοσύμβολο | τα | εικονοσύμβολα |
κλητική | εικονοσύμβολο | εικονοσύμβολα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικονοσύμβολο < εικόνα + -ο- + σύμβολο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pictograph)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικονοσύμβολο ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εικονόγραμμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικονοσύμβολο
→ δείτε τη λέξη εικονόγραμμα |