εκκενωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκκενωτής αρσενικό (θηλυκό: εκκενώτρια)
- αυτός που εκκενώνει (π.χ. βόθρους)
- όργανο που συμβάλλει στην εκκένωση ηλεκτρικού συμπυκνωτών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εκκενωτικό
- εκκενωτικός
- → δείτε τις λέξεις εκκενώνω και κενός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκκενωτής
|