ελβιέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελβιέλα | οι | ελβιέλες |
γενική | της | ελβιέλας | των | ελβιελών |
αιτιατική | την | ελβιέλα | τις | ελβιέλες |
κλητική | ελβιέλα | ελβιέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελβιέλα < από το αρκτικόλεξο ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ. της Ελληνικής Βιομηχανίας Ελαστικού (εταιρεία παραγωγής των ομώνυμων αθλητικών παπουτσιών, που υπήρχε μέχρι το 1961 οπότε έκλεισε)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /el.viˈe.la/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελβιέλα θηλυκό
- (νεολογισμός) πάνινο αθλητικό παπούτσι με λαστιχένια σόλα
- ※ Σηκώθηκε όρθιος και πιέζοντας τις ελβιέλες τις πέταξε από τα πόδια του, το ξεκούμπωσε κι έβγαλε από τα δυο του πόδια το παντελόνι που φορούσεˈ' (Πέτρος Κουτσιαμπασάκος, Πόλη παιδιών, 2016)
- ※ Σφύριζε ανέμελα την «Καλίνκα», διπλώνοντας μπλουζάκια και πουλόβερ και στριμώχνοντας τις ελβιέλες του στο σακ βουαγιάζ (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι, 2000)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)