ελβιέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελβιέλα | οι | ελβιέλες |
γενική | της | ελβιέλας | — | |
αιτιατική | την | ελβιέλα | τις | ελβιέλες |
κλητική | ελβιέλα | ελβιέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελβιέλα < από το αρκτικόλεξο ΕΛ.ΒΙ.ΕΛΑ. ((Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικού)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /el.viˈe.la/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελβιέλα θηλυκό
- πάνινο αθλητικό παπούτσι με λαστιχένια σόλα
- Μου σκίστηκαν οι ελβιέλες και πρέπει να πάρω καινούργιεςˈ'
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)