επίκειται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίκειται < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίκειμαι στο τρίτο πρόσωπο ενικού < ἐπί + κεῖμαι (επί- + κείμαι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈpi.ci.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐κει‐ται
Ρήμα[επεξεργασία]
επίκειται (ενικός), επίκεινται (πληθυντικός), μτχ.π.ε.: επικείμενος
- (λόγιο, απρόσωπο ρήμα, γ' πρόσωπο) που αναμένεται να συμβεί πολύ σύντομα, που πρόκειται να συμβεί
- ↪ επίκειται πολιτική θύελλα μετά τις τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επικείμενος
- → δείτε τη λέξη κείμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Απρόσωπα ρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)