επιθεωρήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιθεωρήτρια < επιθεωρητής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιθεωρήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του επιθεωρητής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιθεωρήτρια