επιλεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιλεκτικότητα < επιλεκτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιλεκτικότητα θηλυκό
- το να μπορεί κάποιος να κάνει μια επιλογή, να έχει αυτή τη δυνατότητα ή ικανότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επιλεκτικός, επιλέγω και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιλεκτικότητα
|