επιχορηγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιχορηγώ < ελληνιστική κοινή ἐπιχορηγέω / ἐπιχορηγῶ < ἐπί + αρχαία ελληνική χορηγέω / χορηγῶ < χορός + ἄγω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.xo.ɾiˈɣo/
Ρήμα
[επεξεργασία]επιχορηγώ (παθητική φωνή: επιχορηγούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επιχορήγημα
- επιχορηγημένος
- επιχορήγηση
- επιχορηγητής
- επιχορηγία
- επιχορηγούμενος
- → δείτε τις λέξεις επί, χορηγώ και χορός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιχορηγώ | επιχορηγούσα | θα επιχορηγώ | να επιχορηγώ | επιχορηγώντας | |
β' ενικ. | επιχορηγείς | επιχορηγούσες | θα επιχορηγείς | να επιχορηγείς | (επιχορήγει) | |
γ' ενικ. | επιχορηγεί | επιχορηγούσε | θα επιχορηγεί | να επιχορηγεί | ||
α' πληθ. | επιχορηγούμε | επιχορηγούσαμε | θα επιχορηγούμε | να επιχορηγούμε | ||
β' πληθ. | επιχορηγείτε | επιχορηγούσατε | θα επιχορηγείτε | να επιχορηγείτε | επιχορηγείτε | |
γ' πληθ. | επιχορηγούν(ε) | επιχορηγούσαν(ε) | θα επιχορηγούν(ε) | να επιχορηγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιχορήγησα | θα επιχορηγήσω | να επιχορηγήσω | επιχορηγήσει | ||
β' ενικ. | επιχορήγησες | θα επιχορηγήσεις | να επιχορηγήσεις | επιχορήγησε | ||
γ' ενικ. | επιχορήγησε | θα επιχορηγήσει | να επιχορηγήσει | |||
α' πληθ. | επιχορηγήσαμε | θα επιχορηγήσουμε | να επιχορηγήσουμε | |||
β' πληθ. | επιχορηγήσατε | θα επιχορηγήσετε | να επιχορηγήσετε | επιχορηγήστε | ||
γ' πληθ. | επιχορήγησαν επιχορηγήσαν(ε) |
θα επιχορηγήσουν(ε) | να επιχορηγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιχορηγήσει | είχα επιχορηγήσει | θα έχω επιχορηγήσει | να έχω επιχορηγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιχορηγήσει | είχες επιχορηγήσει | θα έχεις επιχορηγήσει | να έχεις επιχορηγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιχορηγήσει | είχε επιχορηγήσει | θα έχει επιχορηγήσει | να έχει επιχορηγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιχορηγήσει | είχαμε επιχορηγήσει | θα έχουμε επιχορηγήσει | να έχουμε επιχορηγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιχορηγήσει | είχατε επιχορηγήσει | θα έχετε επιχορηγήσει | να έχετε επιχορηγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιχορηγήσει | είχαν επιχορηγήσει | θα έχουν επιχορηγήσει | να έχουν επιχορηγήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)