επιχορηγώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιχορηγῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιχορηγώ < ελληνιστική κοινή ἐπιχορηγέω / ἐπιχορηγῶ < ἐπί + αρχαία ελληνική χορηγέω / χορηγῶ < χορός + ἄγω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.xo.ɾiˈɣo/

Ρήμα[επεξεργασία]

επιχορηγώ (παθητική φωνή: επιχορηγούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]