εργολαβικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.la.viˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γο‐λα‐βι‐κά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]

εργολαβικά < εργολαβικός +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εργολαβικά

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εργολαβικά
      γενική των εργολαβικών
    αιτιατική τα εργολαβικά
     κλητική εργολαβικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

εργολαβικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εργολαβικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εργολαβικά ουδέτερο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]

εργολαβικά: κλιτικός ΄τυπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εργολαβικά