ετικετογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετικετογράφος οι ετικετογράφοι
      γενική του ετικετογράφου των ετικετογράφων
    αιτιατική τον ετικετογράφο τους ετικετογράφους
     κλητική ετικετογράφε ετικετογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετικετογράφος < ετικέτ(α) + -γράφος, απόδοση για την αγγλική labeler (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετικετογράφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]