ετικετογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ετικετογράφος < ετικέτ(α) + -γράφος, απόδοση για την αγγλική labeler (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ετικετογράφος αρσενικό
- (συσκευή) μηχάνημα κολλάει ετικέτες (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ⮡ ετικετογράφος χειρός, μηχανικός ετικετογράφος, φορητός ετικετογράφος (από το διαδίκτυο, 2022)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)