ευρωβουλευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευρωβουλευτής αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: ευρωβουλευτίνα & ευρωβουλεύτρια)
- (πολιτική, επάγγελμα, Ευρωπαϊκή Ένωση) το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ευρωκοινοβουλευτής (σπανιότατο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρωβουλευτής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ευρω- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ευρωπαϊκή Ένωση (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)