ευτυχισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐτυχισμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευτυχισμός οι ευτυχισμοί
      γενική του ευτυχισμού των ευτυχισμών
    αιτιατική τον ευτυχισμό τους ευτυχισμούς
     κλητική ευτυχισμέ ευτυχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευτυχισμός < μεσαιωνική ελληνική εὐτυχισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.fti.çiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐τυ‐χι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευτυχισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]