ζεβζεκιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεβζεκιά | οι | ζεβζεκιές |
γενική | της | ζεβζεκιάς | των | ζεβζεκιών |
αιτιατική | τη | ζεβζεκιά | τις | ζεβζεκιές |
κλητική | ζεβζεκιά | ζεβζεκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεβζεκιά < από το οθωμανικό zevzek
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζεβζεκιά θηλυκό
- ιδιότητα του ζεβζέκη η συμπεριφορά που ταιριάζει σε ζεβζέκη
- ανοησία, ελαφρομυαλιά
- φλυαρία, χαζολόγημα
- Στην πάρλα και στη ζεβζεκιά ο Γιάννης είναι ιδιοφυΐα.
- Βαρέθηκα τα νάζια της και τις ζεβζεκιές της, θα την χωρίσω!
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζεβζεκιά
|