ζεβζέκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεβζέκης < από το οθωμανικό zevzek
Επίθετο
[επεξεργασία]ζεβζέκης, -α/-ισσα, -ικο
- (λαϊκό, προφορικό) ανόητος, χαζούλης, ελαφρόμυαλος, χάχας, χαζοβιόλης, φλύαρος, απεραντολόγος, αυτός που χαζολογάει και τελειωμό δεν έχει
- Μην τον συνερίζεσαι, ζεβζέκης είναι
- (λαϊκό, προφορικό) κατεργάρης, παιχνιδιάρης, τσαχπίνης, μαργιόλης, σκόπιμα μπαρουφολόγος,
- (λαϊκό, προφορικό) απείθαρχος, ατίθασος, ξεροκέφαλος, παλαβός, αδικαιολόγητα πεισματάρης
- Μέρα-νύχτα τις ίδιες σαχλαμάρες τσαμπουνάει ο ζεβζέκης!
- Ζεβζέκης ο ένας, αχμάκης ο άλλος, όποιος και να κερδίσει τις εκλογές, τη βάψαμε!
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζεβζέκης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- ζεβζέκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας