ζελέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]


- ζελέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική gelée < geler (παγώνω}
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zeˈle/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζε‐λέ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζελέ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία)
- τρόφιμο που έχει πηξει με ψύξη και με τη χρήση ζελατίνης και έχει κολλώδη υφή
- ↪ η πηχτή, γίνεται μια νόστιμη συνταγή χοιρινού ζελέ
- ειδικότερα γλυκό) γλύκισμα από χυμό φρούτων
- τρόφιμο που έχει πηξει με ψύξη και με τη χρήση ζελατίνης και έχει κολλώδη υφή
- (κομμωτική) το τζελ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Κομμωτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)