ζεϊμπέκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζεϊμπέκης οι ζεϊμπέκηδες
      γενική του ζεϊμπέκη των ζεϊμπέκηδων
    αιτιατική τον ζεϊμπέκη τους ζεϊμπέκηδες
     κλητική ζεϊμπέκη ζεϊμπέκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζεϊμπέκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zeybek (ζεϊμπέκ) + -ης[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζεϊμπέκης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]