ζεϊμπέκικος
(Ανακατεύθυνση από ζεϊμπέκικο)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζεϊμπέκικος < ζεϊμπέκης
Επίθετο
[επεξεργασία]ζεϊμπέκικος, -η, -ο
- σχετικός με τον ζεϊμπέκη
- (χορός) για ελληνικό λαϊκό χορό διαδεδομένο στην Μικρά Ασία από 'Ελληνες πρόσφυγες, που αρχικά χορευόταν από άντρες