ζύθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ζῦθος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζύθος οι ζύθοι
      γενική του ζύθου των ζύθων
    αιτιατική τον ζύθο τους ζύθους
     κλητική ζύθε ζύθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζύθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζῦθος[1] (μπίρα αιγυπτιακή με κριθάρι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈzi.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζύ‐θος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζύθος αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]