ζύθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζύθος | οι | ζύθοι |
γενική | του | ζύθου | των | ζύθων |
αιτιατική | τον | ζύθο | τους | ζύθους |
κλητική | ζύθε | ζύθοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζύθος < ελληνιστική κοινή ζῦθος (μπύρα αιγυπτιακή με κριθάρι και ίσως ζῦτος η μπύρα των βόρειων λαών) < ζέω (θερμαίνω, βράζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζύθος αρσενικό
- η μπίρα → δείτε τη λέξη .
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζύθος
→ δείτε τη λέξη μπίρα |