ζύθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζύθος | οι | ζύθοι |
γενική | του | ζύθου | των | ζύθων |
αιτιατική | τον | ζύθο | τους | ζύθους |
κλητική | ζύθε | ζύθοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζύθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζῦθος[1] (μπίρα αιγυπτιακή με κριθάρι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈzi.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζύ‐θος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζύθος αρσενικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ζύθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)