Μετάβαση στο περιεχόμενο

ηλακάτη

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἠλακάτη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλακάτη οι ηλακάτες
      γενική της ηλακάτης των ηλακατών
    αιτιατική την ηλακάτη τις ηλακάτες
     κλητική ηλακάτη ηλακάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλακάτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠλακάτη[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.laˈka.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλακάτη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηλακάτη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]