θεοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεοσύνη οι θεοσύνες
      γενική της θεοσύνης των θεοσυνών
    αιτιατική τη θεοσύνη τις θεοσύνες
     κλητική θεοσύνη θεοσύνες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεοσύνη < θε(ός) + -οσύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (θρησκεία) η θεία φύση
  2. η θέωση
  3. (ορθοδοξία) η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η θεία Χάρη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]