θεριακλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θεριακλίκι τα θεριακλίκια
      γενική του θεριακλικιού των θεριακλικιών
    αιτιατική το θεριακλίκι τα θεριακλίκια
     κλητική θεριακλίκι θεριακλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θεριακλίκι < θεριακλ(ής) + -λίκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θεριακλίκι ουδέτερο

  • η μανιώδης επιθυμία για κάτι, ιδίως για το κάπνισμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]