ιδανικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδανικεύω < ιδανικό + -εύω < ιδανικός < (ελληνιστική κοινήἰδανικός < αρχαία ελληνική ἰδέα < ἰδεῖν < εἶδον < εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική idéaliser)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ða.niˈce.vo/

ιδανικεύω (παθητική φωνή: ιδανικεύομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]