ἰδέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἰδέᾱ | αἱ | ἰδέαι |
γενική | τῆς | ἰδέᾱς | τῶν | ἰδεῶν |
δοτική | τῇ | ἰδέᾳ | ταῖς | ἰδέαις |
αιτιατική | τὴν | ἰδέᾱν | τὰς | ἰδέᾱς |
κλητική ὦ! | ἰδέᾱ | ἰδέαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰδέᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰδέαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἰδέα < πρωτοελληνική *widéhā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *widéseh₂ < *wéydos < *weyd- (βλέπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἰδέα θηλυκό [ ῐ ]
- η μορφή
- νέον τι ἔτι μειράκιον, ὡς μὲν ἐγᾦμαι καλόν τε κἀγαθὸν τὴν φύσιν, τὴν δʼ οὖν ἰδέαν πάνυ καλός (Πλάτων, Πρωταγόρας, 315e κείμενο-μετάφραση @greek-language.gr)
- συνώνυμο: εἶδος
- νέον τι ἔτι μειράκιον, ὡς μὲν ἐγᾦμαι καλόν τε κἀγαθὸν τὴν φύσιν, τὴν δʼ οὖν ἰδέαν πάνυ καλός (Πλάτων, Πρωταγόρας, 315e κείμενο-μετάφραση @greek-language.gr)
- το φαίνεσθαι
- το είδος, η κατηγορία
- ο τρόπος
- ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας: σκέπτονταν δύο τρόπους ενέργειας (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, 6.100.1 κείμενο-μετάφραση @greek-language.gr)
- (φιλοσοφία) (κατά τον Πλάτωνα) αἱ ἰδέαι (στον πληθυντικό): οι ιδέες
- Καὶ τὰ μὲν δὴ ὁρᾶσθαί φαμεν, νοεῖσθαι δ᾽ οὔ, τὰς δ᾽ αὖ ἰδέας νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ. (Πλάτων, Πολιτεία, 507b κείμενο-μετάφραση @greek-language.gr)
- Και λέμε για κείνα τα πολλά πως τα βλέπομε και όχι πως τα νοούμε, ενώ για τις ιδέες πως τις νοούμε, δεν τις βλέπομε όμως. (Μετάφραση: Ι. Γρυπάρης)
- Καὶ τὰ μὲν δὴ ὁρᾶσθαί φαμεν, νοεῖσθαι δ᾽ οὔ, τὰς δ᾽ αὖ ἰδέας νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ. (Πλάτων, Πολιτεία, 507b κείμενο-μετάφραση @greek-language.gr)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- εἰδέα (Κοινή)
- ἰδέη (ιωνικός τύπος )
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- «ἰδέα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)