ιερογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιερογραφία < ιερογράφος + -ία, αναλύεται σε ιερο- + -γραφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιερογραφία θηλυκό
- η εργασία του ιερογράφου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιερογραφία