καθορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καθορῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καθορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθοράω / καθορῶ < (κατά) καθ- + ὁράω / ὁρῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.θoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐θο‐ρώ
παλιότερος συλλαβισμός: καθ‐ο‐ρώ

Ρήμα[επεξεργασία]

καθορώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]