κακάμης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κακάμης οι κακάμηδες
      γενική του κακάμη των κακάμηδων
    αιτιατική τον κακάμη τους κακάμηδες
     κλητική κακάμη κακάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακάμης < (ηχομιμητική λέξη) κα κα (< χα χα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈka.mis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κά‐μης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κακάμης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 115.