καλαμόφυλλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμόφυλλο τα καλαμόφυλλα
      γενική του καλαμόφυλλου των καλαμόφυλλων
    αιτιατική το καλαμόφυλλο τα καλαμόφυλλα
     κλητική καλαμόφυλλο καλαμόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλαμόφυλλο < ελληνιστική κοινή καλαμόφυλλον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.laˈmo.fi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λα‐μό‐φυλ‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλαμόφυλλο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • καλαμόφυλλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)