καραγκιοζοπαίκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καραγκιοζοπαίκτης < καραγκιόζ(ης) + -ο- + παίκτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καραγκιοζοπαίκτης αρσενικό
- (επάγγελμα) καλλιτέχνης που παίζει θέατρο σκιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καραγκιοζοπαίκτης
|