κασαβέτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κασαβέτι τα κασαβέτια
      γενική του κασαβετιού των κασαβετιών
    αιτιατική το κασαβέτι τα κασαβέτια
     κλητική κασαβέτι κασαβέτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κασαβέτι < τουρκική kasavet < αραβική قساوة (qasāwat) < قسو (qasw)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κασαβέτι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) θλίψη, στενοχώρια
  2. (κρητικά) εμπάθεια, μνησικακία, εκδικητικότητα
  3. (κρητικά) καημός, βάσανο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • δικό μου ντέρτι, δικό σου κασαβέτι; : γιατί ασχολείσαι και θλίβεσαι με ξένες έγνοιες;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014