κατηγορηματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατηγορηματικότητα < κατηγορηματικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατηγορηματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κατηγορηματικού, η έκφραση με απερίφραστη και απόλυτη βεβαιότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηγορηματικότητα
|