καυκαλήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καυκαλήθρα οι καυκαλήθρες
      γενική της καυκαλήθρας των καυκαληθρών
    αιτιατική την καυκαλήθρα τις καυκαλήθρες
     κλητική καυκαλήθρα καυκαλήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καυκαλήθρα < καυκαλ(ίδα) (< αρχαία ελληνική καυκαλίς) + -ήθρα.[1] → δείτε τη λέξη καῦκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaf.kaˈli.θɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καυ‐κα‐λή‐θρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καυκαλήθρα θηλυκό

  1. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Tορδύλιον το ταπεινόν (Tordylium humile), τορδύλιον το φαρμακευτικόν (Tordylium officinale)
    πάντοτε βάζω στις χορτόπιτες λίγη καυκαλήθρα για να γίνονται πεντανόστιμες
  2. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Ορλαΐα η μεγανθής (Orlaya grandiflora) ?

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]