καυκαλίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καυκαλήθρα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καυκαλίς αἱ καυκαλίδες
      γενική τῆς καυκαλίδος τῶν καυκαλίδων
      δοτική τῇ καυκαλίδ ταῖς καυκαλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καυκαλίδ τὰς καυκαλίδᾰς
     κλητική ! καυκαλίς* καυκαλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καυκαλίδε
γεν-δοτ τοῖν  καυκαλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καυκαλίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καυκαλίς, -ίδος θηλυκό

  • (λαχανικό, φυτό) καυκαλήθρα (Tordylium apulum)
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, De diaeta, 2.54, p. 560-562, @scaife.perseus
    Οἱ δὲ χυμοὶ διουρητικοὶ, κρήθμου, σελίνου, σκορόδου ἀποβρέγματα, κυτίσου, μαράθρου, πράσου, ἀδιάντου, στρύχνου· ψύχει σκολοπένδριον, μίνθη, σέσελι, σέρις, καυκαλίδες, ὑπερικὸν, κνίδαι·

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]