κεκές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεκές | οι | κεκέδες |
γενική | του | κεκέ | των | κεκέδων |
αιτιατική | τον | κεκέ | τους | κεκέδες |
κλητική | κεκέ | κεκέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική keke (τραυλός) + -ς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ceˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐κές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεκές αρσενικό
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεκές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)