κελεπούρι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κελεπούρι | τα | κελεπούρια |
γενική | του | κελεπουριού | των | κελεπουριών |
αιτιατική | το | κελεπούρι | τα | κελεπούρια |
κλητική | κελεπούρι | κελεπούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κελεπούρι ουδέτερο
- το ανέλπιστο εύρημα, μια ευκαιρία υπεράνω προσδοκίας