κελοφάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κελοφάνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cellophane → και δείτε τη λέξη σελοφάν
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.loˈfa.ni/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κελοφάνη θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του σελοφάν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κελοφάνη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)