κερματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κερματισμός < ελληνιστική κοινή κερματισμός < αρχαία ελληνική κερματίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κερματισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κερματισμός
|